ἀμφαρής

ἀμφαρής
ἀμφαρής· πωρουμένη, κατολιγωρουμένη, Hsch.: also glossed by γυμνός (i.e. ἀφαρής) and ἐπιφανής (i.e. ἀμφιφαής), Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμφάρης — (3ος αι. π.Χ.). Έφορος της Σπάρτης. Είχε διοριστεί από τον βασιλιά Λεωνίδα Β’ μετά την εκθρόνιση του Άγη Δ’ (241 π.Χ.). Επειδή ήθελε να οικειοποιηθεί ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα που του είχε εμπιστευτεί η μητέρα του Άγη, η Αγησιστράτα,… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφάρης — ἀνά φαράω plough pres ind act 2nd sg ἀνά φαράω plough imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”